Thessalian Mythology

Αχιλλέας – Γέννηση

Ο Αχιλλέας ήταν γιος του Πηλέως (γι’ αυτό τον αποκαλούσαν και Πηλείδη), βασιλιάς των Μυρμιδόνων στη Φθία (σημερινή ανατολική – βορειοανατολική Φθιώτιδα), η οποία βρίσκεται κοντά στα Φάρσαλα και της Νηρηίδας Θέτιδος. Ο Δίας και ο Ποσειδώνας συναγωνίστηκαν για το χέρι της μέχρι που ένα μαντείο αποκάλυψε ότι θα γεννούσε ένα γιο καλύτερο και πιο δυνατό από τον πατέρα του, οπότε και πολύ σοφά επέλεξαν να την δώσουν σε κάποιον άλλο. Σύμφωνα με το μετα-Ομηρικό μύθο, η Θέτις προσπάθησε να κάνει τον Αχιλλέα άτρωτο, βουτώντας τον στα νερά της Στύγας, όμως πιάνοντάς τον από τη φτέρνα, τον άφησε τρωτό σ’ αυτό το σημείο. (Δείτε Αχίλλειος πτέρνα). Ο Όμηρος, εν τούτοις, αναφέρει ένα ελαφρύ τραυματισμό του στην Ιλιάδα. Σε μια νεότερη και λιγότερο δημοφιλή εκδοχή, η Θέτιδα άλειψε το αγόρι με αμβροσία κι έπειτα το έβαλε πάνω από τη φωτιά ώστε να κάψει τα θνητά μέρη του κορμιού του. Διακόπηκε από τον Πηλέα και εγκατέλειψε πατέρα και γιό, εξοργισμένη. Ο Πηλέας τον έδωσε (ίσως μαζί με το μικρό φίλο του Πάτροκλο) στον κένταυρο Χείρωνα, στο όρος Πήλιο, να τον μεγαλώσει.

Ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη.

Σε μια μετα-Ομηρική (αλλά δημοφιλή) εκδοχή του μύθου, ο μάντης Κάλχας δήλωσε ότι οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να νικήσουν δίχως τη βοήθεια του Αχιλλέα, όμως η μητέρα του, η Θέτιδα, ήξερε ότι η μοίρα του ήταν να πεθάνει αν πήγαινε στην Τροία. Έτσι τον έκρυψε στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο, μεταμφιεσμένο σε κορίτσι. Εκεί είχε ένα δεσμό με τη Δηιάμεια ή Δειδάμεια με αποτέλεσμα ένα γιο, το Νεοπτόλεμο. Ανακαλύφθηκε, όμως, από τον πανούργο Οδυσσέα, που αφότου έμαθε που κρυβόταν ο Αχιλλέας, έφτασε στην Σκύρο μαζί με τον παιδικό φίλο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο και το δάσκαλο του, τον Φοίνικα. Μεταμφιεσμένος σε γυρολόγο με κοσμήματα και όπλα πήγε στο παλάτι του Λυκομήδη και εκεί συνάντησε τον ίδιο, τις κόρες του και τον Αχιλλέα. Ο Οδυσσέας με άδεια του Λυκομήδη, άφησε τα κοσμήματα και τα όπλα μπροστά στις βασιλοπούλες και τον Αχιλλέα ο οποίος εντοπίστηκε από το γεγονός ότι κοιτούσε τα όπλα αντί τα κοσμήματα. Εναλλακτικά, εντοπίστηκε με τον ήχο μίας σάλπιγγας, όπου αντί να δειλιάσει, άρπαξε ένα δόρυ ώστε να απωθήσει τους εισβολείς. Από εκεί και πέρα χρειάστηκε ελάχιστη πειθώ από τον Οδυσσέα, τον Πάτροκλο και τον Φοίνικα για να αποφασίσει να πάει στην Τροία.

Λογομαχία Αχιλλέα – Οδυσσέα.

Ο Αγαμέμνονας πήγε σε ένα μαντείο και ρώτησε εάν η εκστρατεία στην Τροία θα είναι επιτυχημένη. Το μαντείο αποκρίθηκε στο ερώτημα του Αγαμέμνονα και του απάντησε ότι εάν δει δύο από τους πιο γενναίους Αχαιούς βασιλιάδες να λογομαχούν τότε η εκστρατεία θα έχει επιτυχία. Πραγματικά σε ένα δείπνο συζητήθηκε το πώς θα κατακτηθεί η Τροία. Ο Αχιλλέας υποστήριζε ότι η Τροία θα κατακτηθεί με τη δύναμη των χεριών ενώ ο Οδυσσέας υποστήριζε ότι η Τροία θα πέσει με τον δόλο. Ο Αγαμέμνονας γνωρίζοντας για την εκπλήρωση του χρησμού καθώς δεν το είχε πει σε κανέναν, έβλεπε το καβγά χαμογελώντας.

Τήλεφος

Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για πρώτη φορά, έκαναν θυσίες στους θεούς και έπειτα ξεκίνησαν να πλέουν για τη Τροία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, σταμάτησαν στη Μυσία, η οποία είχε για βασιλιά τον Τήλεφο. Νομίζοντας πως είναι η Τροία, οι Αχαιοί ξεσηκώθηκαν για να πολεμήσουν. Στη μάχη που επακολούθησε ο Αχιλλέας πολέμησε γενναία με τον Πάτροκλο καθώς σκότωναν πολλούς στρατιώτες του Τήλεφου. Αλλά ο ίδιος ο Τήλεφος σκότωσε πολλούς Αχαιούς ανάμεσα τους και τον Θέρσανδρο, τον γιο του Πολυνείκη ο οποίος είχε πάρει μέρος στην δεύτερη πολιορκία της Θήβας μαζί με τους υπόλοιπους Επίγονους. Κατά την διάρκεια της μάχης, ο Αχιλλέας κυνήγησε τον Τήλεφο. Εκείνος φοβισμένος το έβαλε στα πόδια όμως μπλέχτηκε σε ένα κλήμα αμπελιού και έπεσε. Έτσι ο Αχιλλέας κατάφερε να τον πληγώσει στον μηρό με ένα κοντάρι που ο κένταυρος Χείρωνας του είχε δώσει. Όμως ακόμα και πληγωμένος ο Τήλεφος κατάφερε να αναγκάσει τους Αχαιούς να αποσυρθούν από τη Μυσία. Κατά τη διάρκεια του γυρισμού, το καράβι του Αχιλλέα όπως και όλων των Αχαιών έπεσε σε θαλασσοταραχή. Έτσι όταν οι Έλληνες ξαναγύρισαν στις πατρίδες τους, ήταν πάρα πολύ ταλαιπωρημένοι. Εν τω μεταξύ η πληγή του Τήλεφου δεν έκλεινε κι έτσι ο Τήλεφος ρώτησε ένα μαντείο του Απόλλωνα στη Λυκία το οποίο δήλωσε “ο τρώσας και ιάσεται” δηλαδή ότι «αυτός που πλήγωσε θα θεραπεύσει».

Σύμφωνα με αναφορές άλλων περί το χαμένο έργο του Ευριπίδη, ο Τήλεφος πήγε στην Αυλίδα, προσποιούμενος το ζητιάνο και ζήτησε από τον Αχιλλέα να του γιατρέψει την πληγή. Ο Αχιλλέας τού αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε ιατρικές γνώσεις. Εναλλακτικά, ο Τήλεφος κράτησε τον Ορέστη όμηρο σε αντάλλαγμα με τη βοήθεια του Αχιλλέα στη θεραπεία της πληγής. Ο Οδυσσέας συμπέρανε πως το δόρυ δημιούργησε την πληγή, άρα το δόρυ θα έπρεπε να τη γιατρέψει. Ξύσματα χαλκού από το δόρυ τοποθετήθηκαν στην πληγή και ο Τήλεφος γιατρεύτηκε. Ο ίδιος μάλιστα από την ευγνωμοσύνη του προς τους Έλληνες, τους υποσχέθηκε την ουδετερότητά του σε αυτόν τον πόλεμο και ότι θα τους δείξει τον δρόμο προς την Τροία.

Source:  Wikipedia

 

Ο Κένταυρος Χείρωνας στο Πήλιο.

Ο Κένταυρος Χείρων είναι ο πιο γνωστός από τους Κενταύρους.  Γιος του Κρόνου και της Ωκεανίδας Φιλύρας και δάσκαλος πολλών γνωστών μυθολογικών ηρώων.  Είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε βότανα για τη θεραπεία ασθενειών και τραυμάτων.  Σύμφωνα με το μύθο ο Χείρωνας ανήκε στην ξεχωριστή εκείνη φυλή των Κενταύρων, οι οποίοι είχαν θεϊκή καταγωγή και, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Κένταυρους, ήταν σοφοί, δίκαιοι, καλόκαρδοι, φίλοι και συμπαραστάτες των ανθρώπων.

Ο Χείρωνας ανατράφηκε στο Πήλιο και σύντομα η φήμη για τη σοφία, τις γνώσεις και την αρετή του εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.

Νέοι απ’ όλα τα μέρη της χώρας μαθήτευαν κοντά του και μοιράζονταν τον πλούτο της καρδιάς και του πνεύματός του.  Δίδασκε την ιατρική, τη μουσική, την πολεμική και την κυνηγετική τέχνη. Χρησιμοποιούσε θεραπευτικά βότανα, με τα οποία γιάτρευε τους άρρωστους και τους τραυματίες.

Παντρεύτηκε την πανέμορφη νύμφη Χαρικλώ και απέκτησε μαζί της μια κύρη, την Ωκυρρόη, που είχε μαντικές ικανότητες. Κοντά του ανατράφηκαν και μαθήτεψαν πολλοί γνωστοί μυθολογικοί ήρωες.  Ένας απ’ αυτούς υπήρξε ο θεός Ασκληπιός, γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κορωνίδας ή κατ’ άλλους της θυγατέρας του βασιλιά της Μεσσηνίας Αρσινόης.

Από τον Χείρωνα ο Ασκληπιός έμαθε την τέχνη της ιατρικής και της χρήσης των βοτάνων. Μαθητής του υπήρξε επίσης και ο Ιάσονας, γιος του Αίσονα.  Όταν ο ΙΙελίας έκλεψε το θρόνο από τον Αίσονα, ο δεύτερος φοβούμενος για την τύχη του νεογέννητου Ιάσονα, διέδωσε ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό και κρυφά το μετέφερε στη σπηλιά του Χείρωνα στο Πήλιο. Εκεί ανατράφηκε ο Ιάσονας συντροφιά με τη Φιλύρα, τη Χαρικλώ και την Ωκυρρόη, μέχρι τα είκοσι του χρόνια.

Διδάχτηκε από τον Χείρωνα τη στρατιωτική τέχνη και έγινε άριστος, τολμηρός και γενναίος πολεμιστής.Σύμφωνα με το μύθο, κοντά στον Χείρωνα μαθήτεψαν ακόμη οι Διόσκουροι και ο Ακταίος.

Στο ποίημα του Ησίοδου “Χείρωνος υποθήκαι” αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο ο Χείρωνας ανέθρεψε το θρυλικό ήρωα Αχιλλέα, γιο του ΙΙηλέα και της Θέτιδας.  Ο Χείρωνας συνδεόταν με παλιά φιλία με τον ΙΙηλέα.  Ήταν αυτός που τον συμβούλεψε με ποιο τρόπο θα κέρδιζε την αγάπη της περήφανης Θέτιδας.  Στους γάμους τους μάλιστα του χάρισε θαυματουργό δόρυ που είχε τη δυνατότητα να θεραπεύει τα τραύματα που προκαλούσε.

Όταν η Θέτιδα εγκατέλειψε τον ΙΙηλέα, εκείνος ανέθεσε την ανατροφή του γιου του Αχιλλέα στο σοφό Κένταυρο. Οι δυο μυθικοί ήρωες συνδέθηκαν με μια σχέση αγάπης, φιλίας και αλληλοεκτίμησης.  Ο Χείρωνας έτρεφε το νέο με “εντόσθια λιονταριών και κάπρων και με μεδούλι αρκούδας”, γι’ αυτό ο Αχιλλέας έγινε ατρόμητος και ανίκητος.

Του πρόσφερε όλη του τη σοφία και τις γνώσεις και του δίδαξε όλες του τις τέχνες.   Αλίμονο, το τέλος του πάνσοφου αυτού και ενάρετου Κένταυρου ήταν τραγικό. Κατά το μύθο, όταν οι Λαπίθες, με τη βοήθεια του Θησέα, έδιωξαν τους Κένταυρους από το Πήλιο, ο Χείρωνας έφτασε στον Μαλέα, όπου και εγκαταστάθηκε.   Όταν αργότερα ο ημίθεος Ηρακλής καταδίωξε τους Κένταυρους της Φολόης, αυτοί ζήτησαν προστασία στη σπηλιά του Χείρωνα. Κατά τη φοβερή συμπλοκή, ένα από τα φαρμακερά βέλη του Ηρακλή διαπέρασε το μπράτσο του Κένταυρου Έλατου και καρφώθηκε στο γόνατο του Χείρωνα.   Η πληγή ήταν βαθιά και αιμορραγούσε. Ο πόνος ήταν αβάστακτος.

Μάταια προσπάθησε ο αγαθός Κένταυρος με βότανα να θεραπεύσει την πληγή, για να γλυκάνει ο πόνος.   Ζήτησε τότε από τους θεούς τον οίκτο τους.   Προτίμησε να ανταλλάξει την αθανασία του μ’ ένα λυτρωτικό θάνατο και οι θεοί εισάκουσαν την παράκλησή του και η αθανασία του Χείρωνα μεταβιβάστηκε στον Προμηθέα, ο οποίος πήρε τη θέση του τραγικού Κένταυρου στον Όλυμπο.

Μετά το θάνατο του Χείρωνα, ο Δίας τον τοποθέτησε στον Ουρανό, μεταμορφώνοντάς τον στον αστερισμό του Τοξότη.

ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές της ελληνικής μυθολογίας είναι ο Ασκληπιός. Το όνομά του έχει συνδεθεί με την επιστήμη της ιατρικής και θεωρείται μάλιστα ότι ήταν ο πρώτος γιατρός. Γιος ενός θεού και μιας θνητής, ο Ασκληπιός δε συγκαταλεγόταν στους ισχυρούς θεούς που κατοικούσαν στον Όλυμπο, αλλά θεωρούνταν απλός ήρωας, που είχε θεϊκή καταγωγή.

Υπήρξε όμως ιδιαίτερα αγαπητός στους ανθρώπους, που τον τιμούσαν και τον σέβονταν.Ίσως επειδή δεν ήταν απλησίαστος και δεν προκαλούσε φόβο όπως οι υπόλοιποι θεοί. Αντίθετα, η θέση του ήταν πάντα κοντά στους ανθρώπους, για το καλό των οποίων πρόσφερε τις γνώσεις του. Η φήμη του είχε απλωθεί σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο, αλλά κι έξω απ’ αυτόν. Ο ιατρός θεός φρόντιζε να εξαπλωθεί η ιατρική και να θεραπεύονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, να χτίζει ειδικά κτίρια όπου εκεί συγκεντρώνονταν οι ασθενείς αναζητώντας θεραπεία.

Τη δραστηριότητά του συνέχιζαν στα ιερά του Ασκληπιού οι ιερείς του, οι Ασκληπιάδες. Ήταν τόσο μεγάλη η λατρεία του Ασκληπιού που αντιμετωπιζόταν ισοδύναμα με τους άλλους θεούς, άλλωστε κι ο Ασκληπιός, όπως κι ο Ηρακλής, στο τέλος αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή δεκτός στη θεϊκή κατοικία του Ολύμπου. Η Ολύμπια θεά σκότωσε με τα βέλη την Κορωνίδα, μητέρα του Ασκληπιού. Όταν πήγαν να κάψουν την νεκρή Κορωνίδα όπως συνηθιζόταν και οι ανελέητες φλόγες τύλιξαν το νεκρό σώμα της βασιλοπούλας, ο Απόλλωνος που παρακολουθούσε, δεν άντεξε να βλέπει να πεθαίνει μαζί της και το παιδί του. Αμέσως όρμησε στη φωτιά, έβγαλε από την κοιλιά της μητέρας του το ζωντανό ακόμη βρέφος και το πήγε στη Μαγνησία, στον Κένταυρο Χείρωνα.

Ο Κένταυρος γνώριζε πολύ καλά τις ιδιότητες των βοτάνων. Μεγαλώνοντας κοντά του ο Ασκληπιός έμαθε την ιατρική τέχνη. Ενδεικτικό της μεγάλης δραστηριότητας που ανέπτυξε είναι ότι βρέθηκαν πάρα πολλά ιερά του διασκορπισμένα στον ελλαδικό χώρο. Το πιο ξακουστό είναι το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και ακολουθούν της Αθήνας, της Κως, απ’ όπου κατάγεται και ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης ο Ιπποκράτης, και της Περγάμου. Ο μεγάλος ιατρός θεός όμως, όχι απλά θεράπευε κάθε ασθένεια, αλλά μπορούσε ν’ αναστήσει ακόμη και νεκρούς. Έτσι όταν η θεά Άρτεμη του ζήτησε ν’ αναστήσει τον αγαπημένο της Ιππόλυτο, τον επανάφερε στη ζωή.

Αυτή η θαυματουργική ικανότητά του στάθηκε αιτία του θανάτου του. Ο θεός του Κάτω Κόσμου διαμαρτυρήθηκε στον Δία πως ο γιος του Απόλλωνα δεν άφηνε τους ανθρώπους να πεθάνουν, κι όλο και λιγότεροι έρχονταν στο βασίλειό του. Ο πατέρας του, ο Απόλλωνος, πληγώθηκε βαθιά για το χαμό του γιου του. Τον είχε ήδη σώσει από το θάνατο μια φορά, όταν βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του. Όμως, αυτή τη φορά ήταν ανήμπορος ν’ αντιδράσει. Ήταν τόση η λύπη και η οργή του, που για να εκδικηθεί για το θάνατο του αγαπημένου του γιου, σκότωσε τους Κύκλωπες. Αυτοί είχαν δωρίσει στον Δία τον κεραυνό που κρατούσε πάντα στο χέρι του και που μ’ αυτόν έκοψε το νήμα της ζωής του Ασκληπιού.

Ιάσων ο μονοσάνδαλος

Ο Ιάσονας ήταν γιος του βασιλιά της Ιωλκού Αίσονα και της Αλκιμήδης και ανήκε στην οικογένεια των Αιολιδών της Θεσσαλίας. Η καταγωγή του ανάγεται στον ίδιο τον Έλληνα και από τους δύο γονείς του.

Από τον Αίολο, βασιλιά της Θεσσαλίας, γιο του Έλληνα, και την Εναρέτη, κόρη του Διήμαχου, γεννήθηκαν ο Διήονας, ο Κρηθέας, ο Αθάμαντας (πατέρας του Φρίξου και της Έλλης οι οποίοι οδήγησαν το κριάρι με το χρυσόμαλλο δέρας στην Κολχίδα), ο Σίσυφος, ο Περιήρης και ο Σαλμωνεύς. Η Τυρώ, κόρη του Σαλμώνεου και της Αλκιδίκης, γέννησε με τον Ποσειδώνα τον Πελία και τον Νηλέα, ο οποίος, αφού δεν κατάφερε να πάρει τον θρόνο της Ιωλκού, κατέφυγε στη Μεσηνία, ίδρυσε την Πύλο και ήταν ο πατέρας του Νέστορα. Αργότερα, η Τυρώ παντρεύτηκε τον θείο της Κρηθέα και γέννησε τον Φερήτη, τον Αμυθάονα (πατέρας του περίφημου γιατρού Μελάμποδα και του Βίαντα, βασιλιά του Άργους) και τον Αίσονα, πατέρα του Ιάσονα.
Από τον άλλο γιο του Έλληνα, τον Ξούθο, γεννήθηκε η Διομήδη η οποία παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Διήονα και γεννήθηκαν ο Αίνητος, ο Άκτορας, ο Αστεροδίας, ο Κέφαλος και ο Φύλακος. Από τον Μινύα, γιο του Ποσειδώνα, γεννήθηκαν η Αλκαθόη, η Λευκίππη, η Αρσίππη και η Κλειμένη. Η τελευταία, γνωστή και ως Κλυμένη ή Ετεοκλυμένη, παντρεύτηκε τον Φύλακο και γεννήθηκαν ο Ίφικλος, η Αταλάντη και η Αλκιμήδη την οποία ο Ησίοδος ονομάζει Πολυμήλα και ο Απολλόδωρος Πολυμήδη. Η Αλκιμήδη παντρεύτηκε τον Αίσονα και έτσι γεννήθηκαν ο Πρόμαχος και ο Ιάσονας.
Μετά το θάνατο του Κρηθέα, ο πατέρας του ο Αίσονας, θέλοντας να τον προστατέψει από τις επιβουλές του σφετεριστή Πελία, προσποιήθηκε πως πέθανε, αλλά τον φυγάδεψε στο Πήλιο και τον παρέδωσε στον κένταυρο Χείρωνα να τον εκπαιδεύσει στο σώμα και το πνεύμα, όπως αρμόζει σε έναν βασιλιά.

Όταν ο Ιάσονας ενηλικιώθηκε, ξεκίνησε το δρόμο για την Ιωλκό. Στην πορεία του συνάντησε την Ήρα, η οποία του εμφανίστηκε με τη μορφή μιας γριάς και του ζήτησε να τη βοηθήσει να περάσει τον ποταμό Άναυρο. Ο νέος πρόθυμα πέρασε τη γρια από το ποτάμι, έχασε όμως το ένα του σανδάλι στο νερό.
Μετά από λίγες μέρες εμφανίστηκε στην Ιωλκό μπροστά στον Πελία, ζητώντας το θρόνο που δικαιωματικά του ανήκε. Ο Πελίας, τρομοκρατημένος από μια προφητεία που έλεγε πως η ζωή και ο θρόνος του θα κινδύνευαν από έναν μονοσάνδαλο συγγενή του, δέχθηκε να του παραχωρήσει το θρόνο μόνο αν αυτός πήγαινε στην Κολχίδα και του έφερνε το Χρυσόμαλλο Δέρας.

 

 

Αργώ

Ο ήρωας εκτέλεσε το καθήκον του πρόθυμα, όπως άρμοζε στην εκπαίδευσή του. Στην κλήση του απάντησαν 50 ήρωες, ημίθεοι και θνητοί. Ο αριθμός 50 είναι περισσότερο συμβολικός καθώς ο Ορφέας αναφέρει 49, ο Απολλόδωρος 45, ο Απολλώνιος 64 και ο Διόδωρος 54. Το καράβι που ταξίδεψαν ονομάστηκε «Αργώ», από τον ναυπηγό Άργο που την κατασκεύασε, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Σύμφωνα με μελετητές της ελληνικής αρχαιότητας και μυθολογίας, το ταξίδι πρέπει να έγινε γύρω στα 1400 π.Χ., αν λάβουμε υπόψη τον Τρωικό Πόλεμο που μάλλον έγινε λίγο αργότερα. Πρόσφατα στοιχεία μεταθέτουν την Αργοναυτική Εστρατεία γύρω στο 2000 π.Χ..
Το ταξίδι στην Κολχίδα είναι γνωστό ως Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Ιάσονας κατάφερε τελικά να αρπάξει το πολύτιμο λάφυρο, χάρη στη βοήθεια της κόρης του βασιλιά Αιήτη (γιος της Εκάτης και αδελφός της Κίρκης) και ξακουστής μάγισσας, της Μήδειας, την οποία έφερε μαζί του στην Ιωλκό σαν σύζυγό του. Ο γάμος τους έγινε στη Δρεπάνη, το νησί των Φαιάκων και ήταν η πρόφαση που ο βασιλιάς Αλκίνοος χρησιμοποίησε για να μην παραδώσει τη Μήδεια στον πατέρα της που καταδίωκε την Αργώ με το στόλο του.
Οι περιπέτειες, οι δοκιμασίες, οι κίνδυνοι, η μακροχρόνια παραμονή τους μακριά από την πατρίδα, είχαν δημιουργήσει μέσα τους έναν άλλο χαρακτήρα. Έμαθαν να ζουν με τον κίνδυνο, ν’ αδελφώνονται με το αναπάντεχο, να απολαμβάνουν το εφήμερο και φευγαλέο, να αγωνίζονται σκληρά για να πετύχουν τους ευγενείς στόχους τους. Κατανόησαν πως οι θεοί και η Μοίρα βοηθούν και συμπαραστέκονται στους τολμηρούς, αν διαγνώσουν σ’ αυτούς προθυμία και αποφασιστηκότητα. Ένας ολόκληρος λαός περίμενε στην ακτή την επιστροφή των θεϊκού καραβιού με τους αθάνατους ήρωες που, αψηφώντας το θάνατο, κατάφεραν το πιο απίστευτο, κάνοντας πράξη ότι οι άλλοι ούτε να σκεφτούν μπορούσαν.
Η Μήδεια, όμως, βλέποντας πως ο Πελίας δεν ήταν πρόθυμος να τηρήσει την υπόσχεσή του, έπεισε τις κόρες του να τον διαμελίσουν για να τον ξανανιώσουν, χωρίς όμως να τους δώσει ολοκληρωμένη την τελετουργία. Έτσι ο Πελίας πέθανε αλλά ο λαός της Ιωλκού αγανάκτησε με τις μεθόδους της υποψήφιας βασίλισσάς του και ο Ιάσονας αναγκάστηκε να παραχωρήσει το θρόνο στον γιο του Πελία τον Άκαστο, και να καταφύγει, μαζί με τη σύζυγό του, στην Κόρινθο.
Εκεί, όμως, μετά από δεκάχρονη συμβίωση, ο Ιάσονας ερωτεύθηκε την Γλαυκή, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, την οποία και παντρεύτηκε. Η Μήδεια, οργισμένη και πληγωμένη, σκότωσε όχι μόνο την αντίζηλή της αλλά και τα παιδιά της Μέρμερο και Φέρητα. Για να αποφύγει την οργή του Ιάσονα κατέφυγε στην Αθήνα όπου της πρόσφερε καταφύγιο ο βασιλιάς Αιγέας. Από τον γάμο τους γεννήθηκε ο Μήδος. Μόλις όμως επέστρεψε στην Αθήνα ο Θησέας, η Μήδεια με τον γιο της κατέφυγαν στην Ασία. Από τη γενιά τους προήλθε το γένος των Μήδων.

Ο Ιάσονας έμεινε έτσι ολομόναχος στην Κόρινθο. Το καράβι του, η Αργώ, ήταν αφιερωμένο στον Ποσειδώνα και το επισκεπτόταν καθημερινά ενώ συνήθιζε να κοιμάται στη σκιά του. Κάποια μέρα, ένα σάπιο δοκάρι από το πλοίο έπεσε πάνω του και τον σκότωσε. Έτσι τελείωσε η ζωή του πολυταξιδεμένου ήρωα ο οποίος τιμήθηκε σε όλη την Ελλάδα και κτίστηκαν προς τιμή του πολλά ιερά.

Source:  Wikipedia

Comments are closed